- τσάρεβιτς
- ο, Νο πρωτότοκος γιος και διάδοχος τού τσάρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. tsarevich < tsar' (βλ. τσάρος) + πατρωνυμική κατάλ. -evich].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Λέχαρ, Φραντς — (Franz Lehàr, Καμάρομ 1870 – Μπαντ Ισλ 1948). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Ακολούθησε μουσικές σπουδές στη Βουδαπέστη και τις ολοκλήρωσε στην Πράγα το 1888. Ξεκίνησε ως διευθυντής στρατιωτικής μπάντας, όπως και ο πατέρας του. Υπήρξε μουσικός με… … Dictionary of Greek
Χάλεκ, Βιτεσλαύος — (Halek, 1835 – 1874). Τσέχος ποιητής. Σπούδασε στην Πράγα και το 1858 πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής με το επικολυρικό ποίημα Αλφρέδος. Από τότε εξελίχθηκε σε έναν από τους άριστους εκπροσώπους της τσεχικής ποίησης του 19ου αι. Από τα επικολυρικά… … Dictionary of Greek